Όταν είδα το Dopesick την τηλεοπτική σειρά του HBO (2021) σοκαρίστηκα. Η σειρά με πρωταγωνιστή τον συγκλονιστικό Michael Keaton βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Έχει ως θέμα την φαρμακευτική εταιρία Purdue Pharma της οικογένειας Σάκλερ που ουσιαστικά πουλούσε ηρωίνη σε μορφή αναλγητικού χαπιού (OxyContin/οξυκωδόνη) το οποίο κατάφερε να εγκριθεί από τον αμερικανικό Οργανισμό Ελέγχου Φαρμάκων και Τροφίμων (FDA). H οικογένεια Σάκλερ συνέβαλε καταλυτικά στην κρίση των οπιοειδών στην Αμερική που είχε ως αποτέλεσμα 130 νεκρούς την ημέρα.
Αυτή την εποχή προβάλλεται στο Netflix το Painkiller με το ίδιο θέμα και πρωταγωνιστή εδώ τον εξαιρετικό Matthew Broderick. Δεν φτάνει την ένταση και τη δραματικότητα του Dopesick αλλά βασίζεται κι αυτό στα πραγματικά γεγονότα και παραμένει εξ ίσου σοκαριστικό δείχνοντας τον μηχανισμό ενός κατά συρροή εγκλήματος.
Η εταιρία δήλωσε πτώχευση τον Οκτώβριο του 2019. Εναντίον της Purdue Pharma κατατέθηκαν περισσότερες από 2.600 αγωγές με την κατηγορία ότι «η εταιρία βοήθησε στην εξάπλωση της θανατηφόρας κρίσης», καθώς απέκρυψε το πόσο εθιστικό ήταν το ισχυρότατο παυσίπονό της, υποβαθμίζοντας τις παρενέργειές του».
Το Dopesick μοιάζει σχεδόν με ντοκιμαντέρ. Είναι σκοτεινό, αγέλαστο, τραγικό. Από επεισόδιο σε επεισόδιο ταράζεσαι όλο και περισσότερο, θυμώνεις όλο και περισσότερο, αποσταθεροποιείσαι. Ο ανθρώπινος πόνος γίνεται ξετσίπωτη ευκαιρία για κέρδος. Η φαρμακευτική εταιρία είναι ένας διεφθαρμένος ντίλερ που πουλάει θάνατο. Γιατροί, ειδικοί, έγκυρα περιοδικά και κρατικός μηχανισμός παράγουν όλεθρο.
Αυτές οι σειρές έρχονται να μας ταρακουνήσουν στο γεγονός ότι τίποτα πια δεν δίνεται χωρίς κέρδος και βίαιη εκμετάλλευση. Και οι δύο σειρές αφηγούνται μια πραγματική ιστορία βάζοντας φανταστικές λεπτομέρειες μόνο και μόνο για να βοηθήσουν στη ροή και την εξέλιξη. Δείχνουν τους επικεφαλής της Purdue Farma ηθικά ξεχαρβαλωμένους, τέρατα απληστίας, αλαζονείας, αναισθησίας. Ένας κόσμος που σαν οδοστρωτήρας ισοπεδώνει εντιμότητα, δικαιοσύνη και συνείδηση.
Το νομικό σύστημα μια κουρελού. To FDA ένα γραφειοκρατικό όργανο εύκολα προσπελάσιμο από τις εταιρίες. Η επιθετική διαφήμιση ως Δέκα Εντολές. Οι πωλητές της εταιρίας βαποράκια με Πόρσε. Οι γιατροί ανοιχτοί στη δωροδοκία και τον πλουτισμό. Ένα σύστημα που σε τρομάζει με την άνεσή του να σκοτώνει ανθρώπους για να αυξήσει τον τραπεζικό του λογαριασμό.
Όταν μιλάμε για το OxyContin να έχουμε κατά νου ότι το συστατικό η οξυκωδόνη είναι χημικά παρόμοιος με την ηρωίνη και δύο φορές πιο ισχυρή από τη μορφίνη. Στο παρελθόν, οι γιατροί δίσταζαν να συνταγογραφούν ισχυρά οπιοειδή -όπως είναι γνωστά τα συνθετικά φάρμακα που προέρχονται από το όπιο- εκτός από περιπτώσεις καρκίνου και παρηγορητικής επέμβασης πριν από το θάνατο. Η Purdue λάνσαρε το OxyContin με μια διαφημιστική επίθεση που είχε ως στόχο να αλλάξει τις συνήθειες των γιατρών. Η εταιρεία χρηματοδότησε έρευνες και πλήρωσε γιατρούς για να δηλώσουν ότι οι ανησυχίες για εθισμό είναι υπερβολικές και ότι το OxyContin αποτελεί ένα φαρμακευτικό θαύμα που μπορεί να θεραπεύσει με ασφάλεια κάθε πόνο- οποιοδήποτε πόνο. Το σλόγκαν των πωλητών ήταν ότι το OxyContin είναι ένα χάπι «για να ξεκινήσετε και να μείνετε». Εκατομμύρια ασθενείς το πήραν. Και οι περισσότεροι εθίστηκαν τόσο πολύ που μεταξύ των δόσεων βίωναν στερητικά σύνδρομα. Όπως γράφει ο Barry Meier, στο βιβλίο του "Pain Killer"«από άποψη ισχύος ναρκωτικών το OxyContin ήταν ένα πυρηνικό όπλo».
Από το 1999 έως το 2021, 645.000 άνθρωποι πέθαναν από υπερβολική δόση οποιουδήποτε οπιοειδούς, συμπεριλαμβανομένων των συνταγογραφούμενων και παράνομων οπιοειδών. Η Αμερική χαρακτήρισε αυτή την περίοδο ως επιδημία και κρίση των οπιοειδών.
Η περιουσία της οικογένειας Σάκλερ που εκτιμάται στα 13 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με το Forbes ξεκίνησε με τρία αδέρφια από το Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Οι Άρθουρ, Μόρτιμερ και Ρέιμοντ Σάκλερ ήταν όλοι τους γιατροί και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 αγόρασαν μια φαρμακευτική εταιρεία με το όνομα Purdue Frederick η οποία μετονομάστηκε σε Purdue Pharma. Καθένα από τα αδέρφια κατείχε το 1/3 της επιχείρησης, αλλά μετά τον θάνατο του Άρθουρ Σάκλερ το 1987, ο Μόρτιμερ και ο Ρέιμοντ εξαγόρασαν το μερίδιό του. Η Purdue Pharma δημιούργησε το διαβόητο OxyContin.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60, ο Άρθουρ πλούτισε βγάζοντας την αγορά τα ηρεμιστικά Librium και Valium. Μια διαφήμιση του Librium έδειχνε μια νέα χαμογελαστή γυναίκα να κρατάει βιβλία και να προτείνει στους πρωτοετείς φοιτητές να αντιμετωπίσουν τον άγχος τους με ηρεμιστικά. Η διαφήμιση δημοσιεύτηκε σε ιατρικό περιοδικό. Ο Σάκλερ προωθούσε το Valium για ένα τόσο ευρύ φάσμα χρήσεων ώστε, το 1965, ένας γιατρός που έγραφε στο περιοδικό Psychosomatics αναρωτήθηκε: «Πότε ΔΕΝ χρησιμοποιούμε αυτό το φάρμακο;». Μια καμπάνια ενθάρρυνε τους γιατρούς να συνταγογραφούν το Βάλιουμ σε άτομα χωρίς κανένα ψυχιατρικό σύμπτωμα: «Για αυτό το είδος ασθενούς -χωρίς αποδεδειγμένη παθολογία- σκεφτείτε τη χρησιμότητα του Βάλιουμ». Μέχρι το 1973 οι Αμερικανοί γιατροί έγραφαν περισσότερες από 100 εκατομμύρια συνταγές ηρεμιστικών το χρόνο και αμέτρητοι ασθενείς εθίστηκαν. Το θέμα έφτασε στην Αμερικανική Γερουσία με ακροάσεις γι’ αυτό που ο Έντουαρντ Κένεντι αποκάλεσε «έναν εφιάλτη εξάρτησης και εθισμού».
Πριν από την κυκλοφορία του OxyContin, η Purdue μέσα από ομάδες γιατρών που κάλεσε για να δει τις προθέσεις τους βρήκε ότι το μεγαλύτερο μειονέκτημα που μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στη διάθεση των χαπιών ήταν η κατάχρησή τους. Όμως, κατά τύχη, ενώ η εταιρεία ανέπτυσσε το OxyContin, ορισμένοι γιατροί άρχισαν να υποστηρίζουν ότι η αμερικανική ιατρική θα πρέπει να επανεξετάσει αυτή την προκατάληψη. Γιατροί υψηλού κύρους, όπως ο Russell Portenoy, τότε ειδικός στον πόνο στο Κέντρο Καρκίνου Memorial Sloan Kettering, στη Νέα Υόρκη, μίλησαν για το πρόβλημα του μη θεραπευόμενου χρόνιου πόνου - και για τη σοφία της χρήσης οπιοειδών για τη θεραπεία του. «Υπάρχει μια αυξανόμενη βιβλιογραφία που δείχνει ότι αυτά τα φάρμακα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα με λίγες παρενέργειες», δήλωσε ο Portenoy στους Times το 1993. Περιγράφοντας τα οπιοειδή ως «δώρο της φύσης», είπε ότι πρέπει να αποχαρακτηριστούν από εθιστικά. Ο Portenoy, που χρηματοδοτούσε η Purdue, μίλησε για «οπιόφοβία» υπονοώντας ότι οι ανησυχίες για τον εθισμό και την κατάχρηση είναι «ιατρικός μύθος». Το 1997 η Αμερικανική Ακαδημία Ιατρικής του Πόνου και η Αμερικανική Εταιρεία Πόνου δημοσίευσαν μια δήλωση σχετική με τη χρήση οπιοειδών για τη θεραπεία του χρόνιου πόνου. Η δήλωση συντάχθηκε από μια επιτροπή υπό την προεδρία του Dr. J. David Haddox, αμειβόμενου ομιλητή της Purdue.
Οι Mortimer, Raymond και Richard Sackler λάνσαραν το OxyContin με μια από τις μεγαλύτερες εκστρατείες μάρκετινγκ φαρμακευτικών προϊόντων στην ιστορία. Η εταιρεία δημιούργησε μια στρατιά πωλητών που έφτανε τους χίλιους και τους εξόπλισε με διαγράμματα που έδειχναν τα οφέλη του OxyContin. Μέσα σε πέντε χρόνια από το λανσάρισμα του το OxyContin απέφερε 1 δις δολάρια ετησίως. Το 2001 η Purdue Pharma μοίρασε σαράντα εκατομμύρια δολάρια σε μπόνους.
Σχεδόν αμέσως μετά την κυκλοφορία του OxyContin, υπήρξαν ενδείξεις ότι οι άνθρωποι έκαναν κατάχρηση. Αν σπας τα χάπια και τα σνιφάρεις ή τα διαλύεις σε υγρό και τα κάνεις ένεση μπορείς να έχεις πιο γρήγορα αποτελέσματα. Το τρομακτικό είναι ότι οι χρήστες μάθαιναν για τις μεθόδους άμεσης δράσης του χαπιού διαβάζοντας τη προειδοποιητική ετικέτα που συνόδευε κάθε συνταγή: «Η λήψη σπασμένων, μασημένων ή θρυμματισμένων δισκίων OxyContin θα μπορούσε να οδηγήσει σε ταχεία απελευθέρωση και απορρόφηση μιας δυνητικά τοξικής δόσης». Ορισμένοι ασθενείς άρχισαν να πωλούν τα χάπια τους στη μαύρη αγορά, όπου η τιμή του δρόμου ήταν ένα δολάριο το χιλιοστόγραμμο. Οι γιατροί που χειραγωγούνταν εύκολα από τους ασθενείς τους -ή διεφθαρμένοι από το χρήμα που έπαιζε- δημιούργησαν τα λεγόμενα pill mills, κλινικές πόνου που ευημερούσαν από τη χονδρική έκδοση συνταγών OxyContin.
Μέχρι το 2003, η Drug Enforcement Administration είχε διαπιστώσει ότι οι «επιθετικές μέθοδοι» της Purdue είχαν «επιδεινώσει σε μεγάλο βαθμό την εκτεταμένη κατάχρηση του OxyContin». Οι γιατροί που συνταγογραφούσαν το OxyContin άρχισαν να αναφέρουν ότι οι ασθενείς τους επισκέπτονταν με συμπτώματα στέρησης (φαγούρα, ναυτία, τρέμουλο) και ζητούσαν περισσότερα φάρμακα.
Τον Ιούλιο του 2001, ο Richard Blumenthal, ο οποίος ήταν τότε γενικός εισαγγελέας του Κονέκτικατ, έγραψε στον Richard Sackler. «Είμαι απογοητευμένος και ανήσυχος για τα προβλήματα και την κλιμακούμενη κατάχρηση του OxyContin» είπε αναφέροντας τους θανάτους από υπερβολική δόση, τον εθισμό, τις ληστείες φαρμακείων και «την εκπληκτική αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης» που χρησιμοποιούνταν για την πληρωμή των συνταγών OxyContin μέσω του Medicaid και του Medicare. Ο Μπλούμενταλ αναγνώρισε ότι και άλλα συνταγογραφούμενα φάρμακα έκαναν κατάχρηση. «Αλλά το OxyContin είναι διαφορετικό», έγραψε. «Είναι πιο ισχυρό, πιο εθιστικό, πωλείται ευρύτερα, είναι πιο παράνομα διαθέσιμο και έχει μεγαλύτερη δημοσιότητα». Προέτρεψε την Purdue να «αναθεωρήσει και να μεταρρυθμίσει» το μάρκετινγκ του OxyContin.
Οι Sacklers αγνόησαν τη σύστασή του, και έτσι το 2004 ο Blumenthal κατέθεσε καταγγελία κατά της Purdue, εξ ονόματος της Πολιτείας του Κονέκτικατ. Επικαλέστηκε στοιχεία που έδειχναν ότι το ένα πέμπτο των συνταγών του OxyContin ήταν πλέον για δοσολογικά διαστήματα μικρότερα των δώδεκα ωρών. Στην πραγματικότητα, ο Blumenthal απέκτησε αρχεία της Purdue που δείχνουν ότι οι υπεύθυνοι της εταιρείας γνώριζαν από το 1998 ότι οι συνταγές για οκτάωρα διαστήματα δόσης γίνονταν όλο και πιο συχνές. Σε ένα έγγραφο, ένας υπάλληλος της Purdue αποκάλεσε τους αριθμούς "πολύ τρομακτικούς".
Το 2002, ο Howard Udell , σύμβουλος της Purdue, δήλωσε ότι η εταιρεία θα υπερασπιστεί τον εαυτό της «μέχρι τέλους». Την επόμενη χρονιά, ένας δικηγόρος της Νέας Υόρκης ο Paul Hanly συγκέντρωσε μια αγωγή από πέντε χιλιάδες ασθενείς που δήλωσαν ότι είχαν εθιστεί στο OxyContin αφού έλαβαν συνταγή από γιατρό. Κατά την ανακάλυψη, ο Hanly απέκτησε χιλιάδες έγγραφα. «Αποδείκνυαν ότι η εταιρεία αυτή είχε βαλθεί να διαπράξει απάτη εις βάρος ολόκληρης της ιατρικής κοινότητας. Αυτές οι δηλώσεις για το πόσο ασφαλές ήταν το φάρμακο προέρχονταν από το τμήμα μάρκετινγκ και όχι από το επιστημονικό τμήμα. Ήταν αρκετά σοκαριστικό. Απλώς τα έβγαλαν από το μυαλό τους αυτά τα πράγματα».
Το 2006, η Purdue συμβιβάστηκε με τους πελάτες της Hanly, έναντι εβδομήντα πέντε εκατομμυρίων δολαρίων. Λίγο αργότερα, η εταιρεία δήλωσε ένοχη, σε μια υπόθεση που έφεραν ομοσπονδιακοί εισαγγελείς στη Βιρτζίνια, σε ποινικές κατηγορίες για κακή εμπορική ονομασία και αναγνώρισε ότι η Purdue είχε διαθέσει το OxyContin στην αγορά «με πρόθεση εξαπάτησης ή παραπλάνησης». (Ο Ρούντολφ Τζουλιάνι δήμαρχος της Νέας Υόρκης είχε προσπαθήσει, εκ μέρους της Purdue, να πείσει τον επικεφαλής εισαγγελέα να αποσύρει την υπόθεση).
Τι απέγιναν οι Σάκλερς μετά την πτώχευση της εταιρίας το 2019; Οι δισεκατομμυριούχοι ιδιοκτήτες της Purdue Pharma προστατεύθηκαν από αγωγές που συνδέονται με την κρίση των οπιοειδών στις ΗΠΑ με αντάλλαγμα έναν διακανονισμό ύψους 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Όμως το «Ανώτατο Δικαστήριο μπλόκαρε προσωρινά στις 10 Αυγούστου 2023 τον πανεθνικό διακανονισμό με την εταιρεία Purdue Pharma που κατασκευάζει το OxyContin, ο οποίος θα προστάτευε τα μέλη της οικογένειας Σάκλερ, στην οποία ανήκει η εταιρεία, από αστικές αγωγές για τα διόδια των οπιοειδών». Η ιστορία δεν τέλειωσε, αλλά όπως επισημαίνει η σειρά Painkiller: «Κανένα μέλος της οικογένειας Σάκλερ δεν έχει ποτέ κατηγορηθεί ποινικά σε σχέση με την εμπορία του OxyContin ή με θανάτους από υπερβολική δόση που σχετίζονται με το φάρμακο».
*Το κείμενο βασίζεται στο άρθρο The Family That Built the Empire of Pain” του Patrick Radden Keefe που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό New Yorker και είναι executive producer της σειράς του Netflix Painkiller