H Δύση πυροβολεί τα πόδια της
Kάθε φορά που απαγορεύεται μια λέξη η κοινωνία αποδεικνύει την ανικανότητά της στη λύση ενός προβλήματος.
Πολιτική Ορθότητα, δηλαδή Δογματικός Αυταρχισμός
Μία από τις πιο επιτυχημένες στρατηγικές που χρησιμοποιεί η πολιτιστική αριστερά σήμερα για να αναμορφώσει ριζικά την κοινωνία είναι ο επαναπροσδιορισμός της γλώσσας. Ο Τζορτζ Όργουελ, που έγραψε το 1984 (το 1949) προειδοποιώντας για μια επερχόμενη δυστοπία στην οποία οι πολίτες βρίσκονται υπό συνεχή παρακολούθηση μοιάζει να αποτελεί σήμερα εγχειρίδιο με οδηγίες χρήσεως από τους ξαχαρβαλωτές οπαδούς της πολιτικής ορθότητας. Είπε ο Όργουελ: «εάν η σκέψη καταστρέφει τη γλώσσα, η γλώσσα μπορεί επίσης να καταστρέψει τη σκέψη». Έτσι ξεκινήσαμε να μιλάμε με ευφημισμούς: τα γκέτο μετονομάστηκαν σε «εσωτερικές πόλεις», το πρόβλημα έγινε «θέμα», οι φυλακές έγιναν «τόποι αναμόρφωσης», οι ανήλικοι εγκληματίες «παιδιά υψηλού κινδύνου», τα Χριστούγεννα μετατράπηκαν σε «Χαρούμενες Διακοπές», το Προ Χριστού και Μετά Χριστόν έγιναν Πριν και Μετά την κοινή Χρονολογία. Επίσης, λέξεις που σχετίζονται με ανεπάρκεια ή μειονεκτήματα έχουν μετατραπεί σε «δυσκολίες»: κάποιος έχει « κάθετες δυσκολίες»- δεν καταλαβαίνεις καν ότι αναφέρονται στο ύψος. Να αρχίσουμε να ονομάζουμε τα θύματα της πείνας στην Αφρική «ανθρώπους με μηδενική ημερήσια κατανάλωση θερμίδων;»
Η γλωσσική αστυνόμευση με πρόσχημα τον σεβασμό των μειονοτήτων καταργεί τη σκέψη αλλοιώνοντας τη γλώσσα ενώ πλασάρεται ως «σεβασμός» και «ενσυναίσθηση». Εν τω μεταξύ αυτοί για τους οποίους υποτίθεται ότι μιλάνε εκ μέρους τους οι «προοδευτικοί» δεν βλέπουν κανένα κέρδος από την πολιτική ορθότητα, ούτε βλέπουν τους εαυτούς να χρειάζονται προστασία από τις λέξεις. Αξίζει να θυμόμαστε ότι κάθε φορά που απαγορεύεται μια λέξη η κοινωνία αποδεικνύει την ανικανότητά της στη λύση ενός προβλήματος.
#Me too, ή πώς η κατηγορία έγινε απόδειξη
Μέχρι πριν λίγα χρόνια οι αναπόδεικτες φήμες εναντίον των διασημοτήτων μέσα από τον κίτρινο τύπο και τις κουτσουμπολίστικες εκπομπές λειτουργούσαν σαν μηχανές αναχαίτισης του φθόνου αφού ο οποιοσδήποτε διάσημος τελικά είναι θνητός όπως εμείς- χωρίζει, νιώθει μοναξιά, γερνάει, πίνει, παθαίνει κατάθλιψη. Μέσα από τις αποτυχίες, τα γηρατειά, τις καταχρήσεις και τα σκάνδαλα ένας διάσημος είναι ένας από μας που ανεβάζοντάς τον στην κορυφή μπορούμε σαδιστικά να παρακολουθήσουμε τις ατυχίες του και να ακούσουμε το γδούπο από την πτώση του.
Σήμερα οι Twitterati, τα μίντια, το φεμινιστικό λόμπι και οι πολιτικοί τοποθετούνται κατευθείαν στο πλευρό των κατήγορων. Ή βρίσκονται πίσω από αυτούς φωνάζοντας «Σας πιστεύουμε!» «Κυνηγήστε τον έκφυλο / βιαστή / παιδόφιλο/ άρρωστο. Διώχτε τον από το θέατρο, τα μίντια, τις επιχειρήσεις, την πολιτική. Με τις δάδες στο χέρι όπως παλιά γύρω από την εξέδρα που είχε στηθεί η κρεμάλα το πλήθος περιμένει τον κατήγορο να ανοίξει την καταπακτή. Μπορεί να μην υπάρχουν αγχόνες όμως η ιντερνετική βία σκοτώνει. Μπορείς να καταστρέψεις οποιοδήποτε σε νανοδευτερόλέπτα, όσο χρειάζεται δηλαδή για να πατήσεις enter στα κοινωνικά δίκτυα. Και μάλιστα πέραν κάθε επανόρθωσης. Δεν έχουμε καταλάβει πόσο τρομακτική είναι αυτή η εξέλιξη.
«Ακύρωση της κουλτούρας» δηλαδή στεγνή λογοκρισία
Η Δύση εδώ και μια δεκαετία ζει σ’ ένα παραλογισμό που έχει φτάσει σε σημείο παροξυσμού. Παρακολουθούμε έκπληκτοι να βανδαλίζονται αγάλματα του Χριστόφορου Κολόμβου ως συμβόλου ρατσισμού, να απαιτείται να φύγει ο Μπάρμπα Μπεν από τη συσκευασία του ρυζιού γιατί διαιωνίζει τη λευκή ανωτερότητα, να κατηγορείται ο Justin Bieber για «πολιτιστική εκμετάλλευση» και ότι «βάζει πόδι σε ξένη κουλτούρα», επειδή έκανε τα μαλλιά του ράστα, να προειδοποιείται η Ντίσνει να βγάλει από την Χιονάτη που κάνει ταινία τη σκηνή του φιλιού του πρίγκιπα στην κοιμισμένη Χιονάτη επειδή προωθεί την κουλτούρα του βιασμού. ΚΑΙ η Φαντασία του Ντίσνει του 1940 έχει «προσβλητικές σκηνές που πρέπει να αφαιρεθούν. Και ο Πίτερ Πάν είναι προβληματικός. Και οι Αριστόγατες. Και ο Κέρμιτ. Και τα Μάπετς. Όλα έχουν βλαβερή επίδραση. Η Ντίσνει αναγκάστηκε να βάζει προειδοποιήσεις στην αρχή των ταινιών της επειδή μπορεί να περιέχουν «αρνητικές απεικονίσεις, βλαβερά στερεότυπα, και κακές συμπεριφορές σε μειονότητες και διαφορετικές φυλές».
Αυτές οι επιθέσεις αφορούν και το καυτό θέμα του ισλαμικού εξτρεμισμού που απασχολεί τις δυτικές κοινωνίες. Η ανοιχτή και ειλικρινής αυτού του θέματος αποθαρρύνεται συνεχώς από τις πολιτικές και πολιτιστικές ελίτ. Μετά από κάθε ισλαμική τρομοκρατική επίθεση καλούμαστε να μη θυμώσουμε, να ξεχάσουμε και να προχωρήσουμε. Έτσι και μείνεις λίγο παρά πάνω στον βομβαρδισμό στο Manchester Arena το 2017 ή στην επίθεση φορτηγών της Νίκαιας την Ημέρα της Βαστίλης το 2016, ή την επίθεση στα γραφεία του Charlie Hebdo το 2015, ή το σοκαριστικό αποκεφαλισμό του καθηγητή Σαμουελ Πατί το 2020, ή την τρομοκρατική επίθεση με φορτηγό στη χριστουγεννιάτικη αγορά στο Βερολίνο το 2016 χαρακτηρίζεσαι «ισλαμοφοβικός» ενώ απαγορεύεται κάθε συζήτηση για φανατικούς ισλαμιστές που μισούν τη Δύση, για την κρίση της αφομοίωσης ή για τις κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις που έχει η ιδεολογία της πολυπολιτισμικότητας.
Ακόμα: επί μια δεκαετία τουλάχιστον ανεμίζει η σημαία των Ταυτοτήτων ενώ υστερικά απαιτείται αναγνώριση και σεβασμός σε μειονότητες-σεξουαλικές, φυλετικές, φύλου- με επιθέσεις στην λογική. Ο βασικός στόχος είναι να ενθαρρυνθεί η συμμόρφωση στον νέο τρόπο σκέψης. Όπως ο Ross Douthat, πολιτικός αναλυτής στους New York Times, είναι ξεκάθαρος και κυνικός ως προς το σκοπό της λογοκρισίας σε κάθε αντίθετη άποψη: «ο στόχος δεν είναι να τους τιμωρήσουμε όλους, ή πάρα πολλούς. αλλά να ντροπιάσουμε και να τρομάξουμε αρκετούς για να συμμορφωθούν οι υπόλοιποι».
Η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, συγγραφέας του Χάρι Πότερ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της μισαλλοδοξίας που υφίσταται όποιος δεν συμμορφώνεται με τις απόψεις των ξεχαρβαλωτών της λογικής. Τον Ιούνιο του 2020 σχολιάζοντας ένα άρθρο με τίτλο «Δημιουργώντας ένα περισσότερο ίσο μεταcovid-19 κόσμο για ανθρώπους που έχουν έμμηνο ρύση» έγραψε στο tweeter: «’Άνθρωποι που έχουν έμμηνο ρύση;». Είμαι σίγουρη πως κάποτε υπήρχε μια λέξη γι’ αυτούς τους ανθρώπους- τις έλεγαν γυναίκες». Και συνέχισε: «αν το φύλο δεν είναι αληθινό, τότε δεν υπάρχει έλξη μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Εάν το φύλο δεν είναι αληθινό, οι ζωές των γυναικών παγκοσμίως διαγράφονται. Γνωρίζω και αγαπώ τρανς άτομα, αλλά με το να διαγράφουμε την έννοια του φύλου καταργούμε τη δυνατότητα να συζητάμε ουσιαστικά για τις ζωές τους. Δεν είναι μίσος να λες την αλήθεια». Αποτέλεσμα: άγριες επιθέσεις μίσους, πρόσκληση για μποϊκοτάζ των έργων της ενώ ανέβηκαν βίντεο στα οποία καίνε βιβλία της. Αντιλαμβανόμαστε ότι αν δεν μπορεί να πει τη γνώμη της μια διάσημη συγγραφέας με 14 εκ ακόλουθους στο twitter το μήνυμα που παίρνει ο μέσος άνθρωπος που δεν έχει τα χρήματά και τη δύναμή της είναι: «μη μιλάς θα βρεις τον μπελά σου, θα χάσεις τη δουλειά σου, θα διασυρθείς».
Η Αρχαία Ελλάδα θεωρείται ρατσιστική
Καταργείται η διδασκαλία των λατινικών και των αρχαίων ελληνικών διαδοχικά σε όλα τα γνωστά πανεπιστήμια (Princeton πχ) επειδή τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά θεωρούνται εργαλεία του «συστημικού ρατσισμού».
Πάντως αν ακούσετε Μαρξιστή να σας πει ότι η Αθηναϊκή Δημοκρατία στηριζόταν στη δουλεία και κρατιέται με τη βία να μην προτείνει να κατεδαφιστεί η Ακρόπολη ως σύμβολο δουλείας γελάστε στα μούτρα του. Δουλεία υπήρχε παντού στον αρχαίο κόσμο αλλά πουθενά αλλού Δημοκρατία. Πείτε του ακόμα ότι δεν ξέρει τον μαρξισμό γιατί ο Μαρξ γράφει ότι η πραγματική οικονομικο-πολιτική βάση της αρχαίας Αθήνας ήταν οι ανεξάρτητοι μικροπαραγωγοί και όχι η δουλεία. Οι πλούσιοι είχαν δούλους, οι περισσότεροι Αθηναίοι δεν είχαν. Η βάση της αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν ο αγρότης που έκανε 25 χλμ για να κατέβει στην Εκκλησία του Δήμου, να συζητήσει και να αποφασίσει. Το ίδιο και ο Αθηναίος τεχνίτης και ο Πειραιώτης ναύτης.
Ταυτόχρονα αθηγητές λογοτεχνίας και σύγχρονοι συγγραφείς αποκηρύσσουν κλασικά κείμενα που θεωρούν ότι περιέχουν ρατσισμό, μισογυνισμό κι επικίνδυνες ιδέες. Έργα του Σέξπιρ, η Οδύσσεια του Ομήρου, βιβλία του Σκοτ Φιτζέραλντ, ή τελευταία τού Φίλιπ Ρόθ θεωρούνται αντιδραστικά.
Στο Φαρενάιτ 451* του Ρέι Μπράντμπερι που δημοσιεύτηκε το 1953 τα βιβλία καίγονται. Είναι μια ιστορία για τη λογοκρισία που γράφτηκε με εντυπωσιακή διορατικότητα. Ο πυραγός Μπίτι περιγράφει πώς τα βιβλία «κάηκαν» από τις μειονότητες που η κάθε μια αφαιρούσε μια σελίδα ή μία παράγραφο για λόγους σεβασμού ώσπου μια μέρα τα βιβλία ήταν κενά και τα μυαλά άδεια. Σε ένα επίμετρο που έγραψε ο Μπράντμπερι για την επανέκδοση του βιβλίου του το 1979 θυμωμένος για τις επιθέσεις στο έργο του προειδοποιούσε:
«Ζούμε σε ένα τρελό κόσμο που θα γίνει ακόμα πιο τρελός εάν επιτρέψουμε στις μειονότητες όποιες κι αν είναι αυτές, νάνοι ή γίγαντες, ουρακοτάγκοι ή δελφίνια, υποστηρικτές της πυρηνικής, ή υδροηλεκτρικής ενέργειας, υπέρμαχοι της τεχνολογίας, αφελείς ή σοφοί, να εμπλακούν σε ζητήματα αισθητικής. Ο πραγματικός κόσμος είναι ο αγωνιστικός χώρος για οποιαδήποτε ομάδα, για να εισηγείται ή να αλλάζει νόμους.
Όλοι εσείς οι κριτές πίσω, πίσω στις κερκίδες σας. Διαιτητές, κάτω στα αποδυτήρια. Το παιχνίδι αυτό είναι δικό μου. Εγώ κατεβάζω την μπάλα, ντριπλάρω, σουτάρω και βάζω γκολ. Κι όταν πέσει ο ήλιος θα έχω κερδίσει ή θα έχω χάσει. Και το επόμενο ξημέρωμα θα είμαι εκεί να ξαναπροσπαθώ».
*(Φαρενάιτ 451 , εκδόσεις Άγρα, Μετάφραση Β. Δουβίτσας)