Κάποτε γελάγαμε. Παρατατικός. Παρελθόν. Δεν γελάμε πια κι αυτό μου στοιχίζει. Ή γελάμε βγάζοντας λίγο αέρα από τη μύτη.
Χρόνια πριν όταν ήμασταν στο Κλικ και στο Νίτρο με τη Σοφία Κιντή είχαμε αναλάβει πολλά «γελαστικά κείμενα». Ώρες ατέλειωτες καθόμαστε για να βρούμε αστεία τα οποία για να τα βάλουμε στο κείμενο χρειαζόταν να γελάσουμε εμείς οι ίδιοι πρώτα μέχρι δακρύων. Όταν δεν βρίσκαμε ατάκες που να μας προκαλούν γέλιο τα βάζαμε με τους εαυτούς μας- δεν γίνεται να βάλουμε κάτι που είναι μπανάλ και κοινότοπο, αυτοί που μας διαβάζουν είναι σαν κι εμάς, αν δεν γελάμε εμείς δεν γελάει κανένας. Κι όντως όταν είχαμε κέφια γράφαμε κείμενα που έβγαζαν γέλιο. Ο Γιάννης Νένες άλλος ένας με αίσθηση του χιούμορ και του αστείου ονόμαζε το ντουέτο μας « οι καινούργιοι Ασημάκης Γιαλαμάς- Κώστας Πρετεντέρης».
Στο ραδιόφωνο με την Σοφία που είχαμε πιο άμεση ανταπόκριση το καλύτερο κομπλιμέντο που μας έκαναν και που ακόμα και σήμερα μας θυμίζουν «οι άγνωστοι δικοί μας άνθρωποι» είναι ότι «κάναμε κύκλους πριν παρκάρουμε για τη δουλειά ή το σπίτι με το αυτοκίνητο για να μη χάσουμε ατάκα σας και γέλιο». Ήμασταν πάνω στο κύμα της εποχής, τίποτα δεν μπορούσε να πάει λάθος- γελάγαμε με τη trash τηλεόραση, με τις λαϊκές τραγουδίστριες και τα βίντεο κλιπ, τους κοσμικούς μαϊντανούς, τους βαρετούς πολιτικούς, με όλους ανεξαιρέτως. Ήμασταν «πανκ- ραδιοφωνατζήδες» και ανελέητοι. Ήταν η εποχή που μπορούσαμε να κοροϊδέψουμε τους πάντες και να γελάμε με τα μούτρα μας. Ήταν η εποχή με τους Δέκα Μικρούς Μήτσους, το Ερωτοδικείο της Βίκης Μιχαλονάκου, τις Τρεις Χάριτες, τους Απαράδεκτους τα Εγκλήματα», του ρέιβ και του Φάκτορι, με τα Φιλαράκια και το εκσυγχρονιστικό Πασοκ του Σημίτη. Ναι πριν η πολιτική ορθότητα έρθει και κάτσει στενός κορσές στη ζωή μας.
Και τώρα; Φαινομενικά υπάρχουν ανεξάντλητες πηγές γέλιου στα κοινωνικά δίκτυα, δεκάδες γυναίκες και άντρες προσπαθούν να μας κάνουν να γελάσουμε, κι από δίπλα memes, σκίτσα, ανέκδοτα, εικόνες. Τα τελευταία χρόνια-κρίση, πανδημία, πολιτική ένταση, ακρίβεια, κοινωνικός διχασμός, πολωμένος δημόσιος λόγος- το γέλιο δεν είναι ακριβώς υπό εξαφάνιση, αλλά βγαίνει κουρασμένο, νευρικό, ειρωνικό, βαριεστημένο. Γελάμε, αλλά συχνά μόνοι μας, μέσα από οθόνες, με αστεία που δεν μας αγγίζουν στ’ αλήθεια. Ή με χιούμορ που προστατεύει, που δεν απελευθερώνει.
Μια άβολη διαπίστωση: ο κόσμος έχει γίνει σοβαροφανής και βαθύτατα συντηρητικός παρά τη διαφορετική πρόσοψη. Η ειρωνεία, που είναι ο μουσουλμάνος του γέλιου, γίνεται η τελευταία άμυνα στο αβάσταχτο βάρος των καιρών. Δεν γελάμε κι αυτό είναι σήμα κινδύνου για όλους μας. Ίσως δεν γελάμε γιατί έχουμε κουραστεί. Από την υπερανάλυση, την αυτολογοκρισία, από το άγχος μήπως πούμε κάτι λάθος. Ίσως γιατί ξεχάσαμε πώς είναι να είμαστε απλώς παρόντες σε μια στιγμή χαράς χωρίς να την εξηγούμε. Ή γιατί φοβόμαστε πως αν γελάσουμε, ακυρώνουμε την αγωνία των άλλων. Αξίζεις την προσοχή μόνο αν είσαι θύμα, αν έχεις υποφέρει, αν έχεις περάσει δια πυρός και σιδήρου. Η εποχή είναι πρόθυμη ανά πάσα στιγμή να επικυρώσει τον πόνο, την αγανάκτηση, την κριτική, παρά τη χαρά. Σαν να έχει πέσει μια βαριά σκιά πάνω στην απόλαυση. Όποιος γελάει ή απολαμβάνει, δείχνει «ανώριμος», «εκτός πραγματικότητας», «απολιτίκ». Η ελαφρότητα θεωρείται έλλειψη βάθους. Ο Μίλαν Κούντερα το είχε προβλέψει στην Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι: «Το βάρος είναι ταυτόχρονα τρομερό και επιθυμητό. Όμως υπάρχει μια ελαφρότητα, όχι επιφανειακή αλλά βαθιά: το γέλιο, το χάδι, η ειρωνεία. Είναι οι μοναδικές μορφές σωτηρίας μέσα σε έναν κόσμο που σοβαρεύει μέχρι απονέκρωσης».
Ο Έλληνας έχει (ή είχε;) στο DNA του το γέλιο, την πλάκα, τη φαρμακερή ατάκα. Από τα καφενεία του χωριού μέχρι τα τραπέζια στις ταβέρνες, ή στις οικογενειακές συγκενντρώσεις η παρέα, το πείραγμα, το ανέκδοτο, το καλαμπούρι ήταν συλλογικές τελετουργίες. «Βγήκαμε να ξεσκάσουμε». Το γέλιο ήταν κοινωνική κόλλα. Και ειδικά στα δύσκολα είχαμε ένα μαγικό τρόπο να βρίσκουμε το αστείο μέσα στη μαυρίλα: «Τι να κάνουμε; Να μη γελάσουμε κιόλας;». Αυτό το αντιστάθμισμα του πόνου με γέλιο ήταν βαθιά ελληνικά- μερικά από τα καλύτερα ανέκδοτα κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1967-74): και μαζί τους χιουμοριστικά σκίτσα, συνθήματα σε τοίχους, σατιρικά τραγούδια, θεατρικά νούμερα. Το γέλιο ως μορφή πολιτικής αντίστασης και ανάσας. Ναι οι Έλληνες έβλεπαν τη γελοιότητα των συνταγματαρχών και τους κορόιδευαν.
Πολλοί λένε: «Δεν γελάμε όπως παλιά στις παρέες». Ίσως γιατί οι παρέες λιγόστεψαν και οι λέξεις μετριούνται. Ο Γερμανός φιλόσοφος Τέοντορ Αντόρνο έγραψε στα Minima Moralia ότι «το γέλιο που επιβιώνει σήμερα είναι το γέλιο του θριάμβου πάνω στον άλλον. Όχι πια το γέλιο της κοινότητας, της αποφόρτισης, της συμπάθειας. Το αληθινό γέλιο έγινε ύποπτο γιατί δεν χρησιμεύει πουθενά».
Συνειδητοποίησα και μάλιστα δυσάρεστα εδώ και καιρό ότι προτού γράψω κάτι στο fb θα πρέπει να το σκεφτώ πολλές φορές, να το αναλύσω, να δω αν κάποια ομάδα μπορεί να παρεξηγηθεί, να στεναχωρηθεί, να το πάρει κυριολεκτικά, ή να το ερμηνεύσει διαφορετικά από την πρόθεσή μου. Τα κείμενα που γράφαμε με την Σοφία ή όσα λέγαμε στο ραδιόφωνο όχι μόνο δεν θα μπορούσαν να σταθούν σήμερα αλλά θα τρώγαμε «ακύρωση» ενώ ο ιντερνετικός όχλος θα μας κρέμαγε κατηγορώντας μας ως «-φοβικούς». Εγώ και η Σοφία -φοβικοί σε οτιδήποτε, αυτό κι αν είναι αστείο.
Τα καλά αστεία είναι γενικά κακόγουστα. Τείνουν να διακωμωδούν τους κανόνες και τα ήθη της κοινωνίας. Από τη φύση της η κωμωδία είναι αμφιλεγόμενη. Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ένα καλό αστείο που να μην προσβάλλει κάποιον. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο γίνονται προσπάθειες να ελεγχθεί ό,τι θεωρείται «αποδεκτό» χιούμορ και να λογοκριθεί ό,τι δεν είναι. Παράδειγμα ο Μάρκος Σεφερλής που κατακρίθηκε και λυντσαρίστηκε διαδικτυακά επειδή υποδύθηκε στο θέατρο τον «μη διαδικό» νικητή της Γιουροβίζιον «το Νέμο». Δεν μου αρέσει ο Σεφερλής αλλά δεν θα μου περνούσε ποτέ απο τη σκέψη να τον κάψω στη διαδικτυακή φωτιά, ή να τον φιμώσω.
Κάποτε τα παράπονα αφορούσαν βλάσφημες και άσεμνες κωμωδίες, ταινίες ή βιβλία και οι λογοκριτές ήταν συντηρητικοί πολιτικοί, αστυνομικοί και ιερείς. Τώρα οι διαμαρτυρίες στρέφονται όλο και πιο συχνά κατά κωμικών που κατηγορούνται ότι παραβιάζουν τα νέα ταμπού - ρατσισμό, σεξισμό, ανικανότητα, ομοφοβία, τρανσφοβία, ισλαμοφοβία, αντισημιτισμό κλπ κλπ. Οι επιθέσεις εναντίον τους δεν προέρχονται από παλιομοδίτες σεμνότυφους, αλλά από αριστερούς διαδικτυακούς ακτιβιστές, από τα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης, ακόμη και από άλλους κωμικούς.
Η κωμωδία υποφέρει κάτω από μια ασφυκτική ατμόσφαιρα κομφορμισμού και μισαλλοδοξίας. Κάθε αστείο που κρίνεται ότι ξεπέρασε τα όρια πρέπει να αγνοείται, να καταδικάζεται, να λογοκρίνεται, να καταγγέλλεται. Αυτή η τάση έχει προκαλέσει μια θλιβερή αντίδραση των κωμικών που είτε κάνουν πολιτικά κηρύγματα κολακεύοντας τις πολιτικές απόψεις του κοινού τους (Χριστόφορος Ζαραλίκος και Σίλλας Σεραφείμ από διαφορετικές αφετηρίες) είτε αντιδρώντας στην woke κουλτούρα γίνονται προσβλητικοί και προβοκάρουν τις ομάδες που θεωρούνται ευάλωτες- τρανς, ομοφυλόφιλους, ασθενείς- όπως ο Dave Chappelle και ο Ricky Gervais που περισσότερο δημιουργούν αμηχανία με τα νούμερά τους πλέον παρά γέλιο. Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος φυσικά να εγκρίνει το προσβλητικό χιούμορ και ο καθένας είναι ελεύθερος να ειρωνεύεται ή να ανταποδίδει τα χτυπήματα.
Το γέλιο είναι πράξη αντίστασης. Μια ήπια, ανθρώπινη, πεισματάρικη μορφή ζωής μέσα στον κατακλυσμό. Πιο εύκολα γελάμε με σαρκασμό, παρά με μια ανοησία μας, ή μια αστεία ιστορία της ζωής. Ο κόσμος γύρω δεν μας επιτρέπει να χαλαρώσουμε: η διαρκής επαγρύπνηση, η κρίση, η πολυδιάσπαση, η ανάγκη να «σταθείς» και να «προστατευτείς»- όλα αυτά σε σφίγγουν. Και πώς να γελάσεις με γεμάτους πνεύμονες, αν δεν μπορείς πρώτα να αναπνεύσεις;
Μέσα στον θόρυβο της εποχής, η Έλενα Χαραλαμπούδη ως 5 Min Mum έχει κάτι καθησυχαστικό. Οι αλλαγές της από ρόλο σε ρόλο δεν έχουν εμφανή «μηχανισμό μετάβασης», δεν βλέπεις δηλαδή το πώς, αλλά ξαφνικά γίνεται κάποια άλλη, πηδάει απλώς σε άλλη πραγματικότητα με τον ίδιο τρόπο που το ηλεκτρόνιο αλλάζει τροχιά χωρίς ενδιάμεση φάση: από αυτή την πλευρά η ηθοποιία της Χαραλαμπουδη ανήκει στην κβαντομηχανική. Ούτε σαρκάζει για να εντυπωσιάσει. Γράφει όπως μιλάει κανείς όταν είναι εξαντλημένος, τρυφερός και αληθινός. Και μέσα από αυτές τις φράσεις της - «Μαζέψτε και μένα απ’ το πάτωμα», «Σήμερα είμαι οκ, μέχρι να μην είμαι»- οι θεατές αφήνουν για λίγο δίπλα τους το ψυχικό βάρος. Το χιούμορ της δεν είναι φυγή. Είναι ανάσα σε μια καθημερινότητα που σε καταπίνει. Δεν προσβάλλει, δεν ειρωνεύεται, αποδομεί την τελειότητα, τα πρότυπα, την ενοχή. Στρέφει τον καθρέφτη στους ανθρώπους και περιμένει. Και οι άνθρωποι χαμογελούν.
Πάντα πίστευα ότι όποιος γελάει με τα μούτρα του έχει έναν εξαιρετικό σύντροφο για όλη του τη ζωή. Δεν είμαι λάτρης ούτε κατ΄ελάχιστο της νοσταλγίας όμως υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους χαίρομαι που ήμουν νέος όταν ήμουν, επειδή έζησα τα πολλά και διαφορετικά είδη της ελευθερίας κι ανάμεσά τους την ελευθερία να διασκεδάζω, να είμαι πνευματώδης και διασκεδαστικός, την ελευθερία να γελάω με τους άλλους και οι άλλοι να γελάνε μαζί μου χωρίς να τους καταδιώκω ως φοβικούς.
Η αγία Ελαφρότητα μαζί με την Ανεμελιά μας άφησαν προ πολλού…
Το μόνο που μας έμεινε είναι οι μουσικές να μας θυμίζουν τα χρυσά 90’s…
Γιατί δεν υπάρχει στιγμή ανεμελιάς, μόνιμο άγχος, ασταμάτητη ανασφάλεια