Κάθε φορά που πηγαίνω στο σινεμά πηγαίνω για να παραδοθώ, να γοητευτώ, για να με κάνει η ταινία ό,τι θέλει. Ακινητοποιημένος, αιχμάλωτος, ξεμυαλισμένος μπαίνω στο σινεμά για να μάθω να μην φοβάμαι το σκοτάδι.
Στις ταινίες όλα λιώνουν: το τραύμα, το γέλιο, ο έρωτας, η πόλη, οι εικόνες, οι λέξεις , η ηρωίδα- πάντα γυναίκα -οι κομπάρσοι, μια καρέκλα, η απελπισία, η πληγή. Όλα γίνονται Ηδονή.
Kαι πάντα η μανία να κάνω τη ζωή να μιλήσει σαν ταινία.
Και πάντα η πρόσκρουση. Δεν με νοιάζει αφού οι ταινίες με αγαπάνε.
Τελικά μπορεί να είμαι μια ταινία που ονειρεύεται ότι είναι θεατής.
«Όταν διαβάζουμε ξαναβρίσκουμε τον εαυτό μας.
Όταν πηγαίνουμε στο σινεμά τον χάνουμε».
(Με αυτές τις ταινίες μοιράζομαι κάτι τόσο προσωπικό όσο και τα ημερολογιά μου.
Οι ταινίες είναι χωρίς σειρά αξιολόγησης)
-Ασανσέρ για Δολοφόνους (1958), Λουί Μαλ
Τη βλέπω στο πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό. Στο Παρίσι. Ο Κώστας που με φιλοξενεί φεύγει για τα βουνά με τον καινούργιο του έρωτα. Κάνω baby sitting στον Ντομινικ που μεθυσμένος ακούει Dalida. Εγώ μεθάω από τη Ζαν Μορώ στην τηλεόραση που περπατάει βράδυ στους δρόμους του Παρισιού ψάχνοντας τον Μορίς Ρονέ.
Πάνω σε μαύρα τακούνια, προχωράει, στέκεται σε βιτρίνες, μπαίνει στο καφέ που συχνάζει, όχι δεν φάνηκε απόψε, εύθραυστη περνάει ανάμεσα σε αυτοκίνητα, φωνάζει Ζυλιέν έναν άγνωστο άντρα που του μοιάζει, θάπρεπε να βρέχει αλλά δεν βρέχει, το σαξόφωνο του Μάιλς Ντέιβις εγγράφεται κατευθείαν στα σπλάχνα. Θα μπορούσα μια ζωή να τη βλέπω να περπατάει. Μια Εικόνα σε κίνηση. Αμακιγιάριστη, ένας πάγος που κοχλάζει. Η κάμερα είναι ο πραγματικός εραστής της και πίσω από αυτήν ο σκηνοθέτης Λουί Μάλ τρελά ερωτευμένος με την πρωταγωνίστρια και ερωμένη του.
Je t΄ aime je t’ aime σα να ξεψυχάει. Φυσικά. Στον Μορίς Ρονέ το απευθύνει.
Στα ενδιάμεσα των γυρισμάτων η Ζαν Μορώ ακούει στο στούντιο που ηχογραφεί τον Μάιλς Ντέιβις να αυτοσχεδιάζει πίνοντας σαμπάνια. Cool.
-Pulp Fiction (1994), Κουέντιν Ταραντίνο
Βλέπω την ταινία πολλούς μήνες μετά την προβολή της. Η αίθουσα άδεια. Εγώ κι ο έρωτας μου κανείς άλλος. Αν υπάρχουν κι άλλοι θεατές είναι δύο ή τρεις. Αν αναφέρω ότι είμαι ερωτευμένος δεν το κάνω για άλλο λόγο αλλά για πω ότι από τότε όποτε ακούω το τραγούδι Girl, You'll Be a Woman Soon νιώθω ένα αδιόρατο τσίμπημα στην καρδιά-θυμάμαι.
Το κοινό θέλει να βιαιοπραγήσει στους φίλους, στα αφεντικά, το σύζυγο, το γείτονα ή τον οδηγό στο διπλανό αυτοκίνητο αλλά δεν θέλει να πάει φυλακή. Ο Ταραντίνο αναλαμβάνει κάνει αυτή την ενοχή ταινίες βουτηγμένες στο αίμα. Εξ άλλου το ψεύτικο αίμα είναι αβανταδόρικο κι όταν συνδυάζεται με αιχμηρές ατάκες, την ποπ κουλτούρα και τον αυτοσαρκασμό γίνεται ακαταμάχητο.
Η Ούμα Θέρμαν λικνίζεται, χορεύει, παραπαίει. Η μαύρη περούκα που φοράει είναι μια ακόμα αναφορά του Ταραντίνο στη νουβέλ βαγκ και τον Γκοντάρ- η Ούμα Θέρμαν φοράει την Άννα Καρίνα. Μετά η Μία κάνει μια γραμμή κοκαΐνης όσο μια διαχωριστική γραμμή σε λεωφόρο και πέφτει σε κώμα. Κι ύστερα η ένεση αδρεναλίνης στο στήθος της με μια βελόνια για ελέφαντες: GET THE SHOT! GET THE SHOT! GET THE SHOT! Φωνάζει ο Τραβόλτα.
-Dolce Vita (1960), Φεντερίκο Φελίνι
Με τον Χρήστο, την Πόπη και την Μαριαλένα στο Vox, στο Εκράν, στη Ριβιέρα. Στους θερινούς Άγιους Τόπους. Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή καινούργια ταινία δηλαδή παλιά αριστουργήματα.
Είμαστε οι ατάκες + το διαμπερές μας τραύμα.
Η άνοδος των παπαράτσι. Ο Φελίνι αναγγέλλει το 1960 αυτό που θα πει επιγραμματικά η δεκαετία του 80 μέσα από τον Γουώρχολ: «Όλοι θα είμαστε διάσημοι για 15 λεπτά» και ξετσίπωτα η δεκαετία του 90: «Δεν υπάρχεις μέχρι να δεις το όνομα και τη φωτογραφία σου τυπωμένα. Δεν είσαι ο εαυτός σου αν δεν είσαι διάσημος» . Κι ύστερα ο 21ος αιώνας: «Όλοι μπορούμε να είμαστε άσημοι για 15΄». Μάλιστα.
Η Ανίτα Έκμπεργκ με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι μέσα στην Φοντάνα ντι Τρέβι αποτυπώνονται ασπρόμαυρα στο αμφιβληστροειδή για πάντα.
-Μην με αφήσεις ποτέ (2010), Μαρκ Ρόμανεκ
Όταν τελειώνει η ταινία κανείς δεν σηκώνεται να φύγει. Εξαντλημένοι σαν κάποιος να μας άδειασε από αίμα. Με τον Αλέξανδρο κοιταζόμαστε αναστενάζουμε σωπαίνουμε. Τίποτα δεν έχει νόημα. Ούτε καν ο έρωτας. Ούτε η αγάπη. Τίποτα. Η ελπίδα αμετάκλητα κλεισμένη στο κουτί της Πανδώρας δεν υπάρχει στον κόσμο.
Όταν ο Τόμι σταματάει το αυτοκίνητο που οδηγεί η Κάθι και ουρλιάζει ακούς την καρδιά σου να κάνει κρακ.
Τρία παιδιά, η Ρουθ, η Κάθι και ο Τόμι. Πηγαίνουν μαζί σε ένα υπέροχο σχολείο. Μαθαίνουν ένα τρομερό μυστικό. Κι ύστερα ενήλικοι μεγαλώνουν σε μια πραγματικότητα στεγνής κυριολεξίας. Χάνονται και ξαναβρίσκονται. Στην άκρη του κόσμου, σε μια έρημη παραλία, στην άκρη του εαυτού τους, στην καταστροφή τους. Δεν έχουν τίποτα άλλο από αισθήματα να ανταλλάξουν, να δώσουν. Ο κόσμος ένας σκοτεινός θάλαμος. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για τη Ρουθ, την Κάθι, τον Τόμι. Η μελαγχολία είναι αναπότρεπτη.
It΄s Wonderful Life (1946), Φρανκ Κάπρα
Κάθε, αλλά κάθε φορά που τη βλέπω κλαίω. Και δεν κλαίω γιατί ο σκηνοθέτης εκβιάζει τα δάκρια μου, επειδή κάποιος πεθαίνει ή επειδή ένας καλός άνθρωπος βασανίζεται από τη ζωή. Για τη ακρίβεια όταν ο Τζόρτζ Μπέιλι υποφέρει τα μάτια σου παραμένουν στεγνά. Τα δάκρια τρέχουν όταν οι ήρωες είναι ευτυχισμένοι, όταν ο Τζόρτζ ανακαλύπτει πόσο μίζερος θα ήταν ο κόσμος αν δεν είχε γεννηθεί και λέει: «Θέλω να ζήσω!»
Ο Τζίμι Στιουαρτ πρωταγωνιστεί. Είναι ο αισιόδοξος ανθρώπινος άντρας της διπλανής πόρτας που μένει αδιάβροχος από τον κυνικό, χαοτικό κόσμο.
Η Αμερική των ονείρων μου. Όλοι μαζί ενωμένοι στις δυσκολίες με ένα κοινό στόχο. Κι ένας φύλακας άγγελος για τον καθένα. Όπως ο γλυκός και καλοκάγαθος σαν Άγιος Βασίλης Κλάρενς για τον Τζόρτζ.
Άκου τα καμπανάκια που κουδουνίζουν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κάποιος άγγελος απέκτησε τα φτερά του επειδή έσωσε έναν ακόμα άνθρωπο.