Ο Σαββόπουλος και η κατάρα του σχετικισμού
Το αίσθημα έχει αντικαταστήσει την αντικειμενικότητα.
Δύο εικόνες της δημόσιας ζωής φέρνουν στην επιφάνεια και πάλι το θέμα του σχετικισμού και αφορούν μάλιστα το ίδιο γεγονός: την παρουσία τους στο λαϊκό προσκύνημα του Μίκη Θεοδωράκη. Από τη μια ο στρατιωτικός χαιρετισμός του Σαββόπουλου και η άλλη το σταυροπόδι του πρωθυπουργού της χώρας Κυριάκου Μητσοτάκη που πήγε να αποτίσει φόρο τιμής στον νεκρό κρατώντας μια διαφημιστική ομπρέλα. Δημόσιες χειρονομίες που απευθύνονταν όχι στον τεθνεώτα άλλα στους ζώντες πολίτες που τις είδαν. Και τι είδαν οι πολίτες; Ναρκισσισμό στην περίπτωση του Σαββόπουλου και έλλειψη κάθε είδους κοινωνικής ευπρέπειας στην περίπτωση του πρωθυπουργού. Θα μπορούσαμε να ξεπεράσουμε αυτές τις απρεπείς χειρονομίες μιλώντας για την ασημαντότητα που όπως λέει ο Κούντερα «είναι μαζί μας παντού και πάντοτε. Είναι παρούσα ακόμα κι εκεί που κανένας δεν θέλει να τη δει: στις φρικαλεότητες, στις αιματηρές μάχες, στις μεγαλύτερες δυστυχίες. Χρειάζεται θάρρος να την αναγνωρίσουμε μέσα σε τόσο δραματικές συνθήκες και να την πούμε με το όνομά της».
Δεν θα μιλήσω για την υποκρισία, το δήθεν και την ασέβεια μπροστά στο νεκρό αλλά για την αντίδραση που υπήρξε στα κοινωνικά δίκτυα. Ένα σημαντικό κομμάτι των αντιδράσεων σε αυτές τις φωτογραφίες του Σαββόπουλου και του Μητσοτάκη ήταν δηλητηριώδης σχετικισμός: «εντάξει μωρέ και τι έγινε; Έτσι ήθελαν να συμπεριφερθούν έτσι κι έκαναν». «Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να επεμβαίνουμε στις επιλογές των άλλων». «Το συναίσθημα του ο καθένας μπορεί να το εκφράζει όπως θέλει». «Ο καθένας έχει τους κώδικές του και τις αξίες του».
Να θυμίσω ότι σχετικισμός σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια ορίζεται η φιλοσοφική άποψη «ότι δεν υπάρχει νόημα και αξία σε τίποτα λόγω έλλειψης ενός κοινού σημείου αναφοράς, έτσι όλες οι απόψεις έχουν την ίδια ισχύ, ή κάθε άποψη έχει την δική της αλήθεια.». Ο σχετικισμός λοιπόν έχει περάσει τα τελευταία χρόνια ως μια τάση άκρατου υποκειμενισμού που καταργεί τη λογική δημιουργώντας πόλωση και διχασμό. Αφού δεν μας συνέχει τίποτα ως κοινωνία ο καθένας μπορεί να λέει, να συμπεριφέρεται και να πράττει όπως θέλει. Η συναισθηματική αντίδραση υπερβαίνει τη λογική, τις κοινές αξίες, τον πολιτισμό. Το αίσθημα έχει αντικαταστήσει την αντικειμενικότητα. Πώς μπορεί όμως να επιβιώσει μια Βαβέλ που οι κάτοικοί της μιλάνε διαφορετικές γλώσσες και δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε τίποτε;
Το «πράξε κατά τρόπο ώστε το ηθικό αξίωμα της πράξης σου να μπορεί να γίνει καθολικός νόμος» του Καντ (που ο Καστοριάδης επεξήγησε «ότι οφείλω να δράσω με τρόπο ώστε να λογοδοτήσω για αυτό που έκανα και να μπορέσω να υποστηρίξω απέναντι σε όλους με λογικά επιχειρήματα την πράξη μου») έχει γίνει στις μέρες μας κουρελού. Η κουλτούρα του σχετικισμού ως παράγωγο της ιδιωτικοποίησης των ατόμων μάς σπρώχνει να βλέπουμε τους άλλους ως αντικείμενα ή δυνητικούς εχθρούς που μας εμποδίζουν να προχωρήσουμε μέσα στο γενικό μποτιλιάρισμα. Δεν χρειάζεται να ακούσω τη δική σου γνώμη/αλήθεια/άποψη γιατί έχω δική μου. Αυτό όμως οδηγεί στο σταμάτημα της ζωής. Είμαι μόνος χωρίς να με ενώνει τίποτα μαζί σου. Αν λοιπόν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι χειρονομίες όπως του Σ. και του Μ. «επειδή έτσι νιώθουν» δεν συνάδουν με το πένθος καθηλωνόμαστε σε ένα παιδισμό που βάζει τρικλοποδιά στην κοινωνία.
*O Πύργος της Βαβέλ», πίνακας (1563) του ζωγράφου Πίτερ Μπρίγκελ του Πρεσβυτέρου.